αιλουρόμορφος

αιλουρόμορφος
-η, -ο (Μ αἰλουρόμορφος, -ον)
αυτός που εχει μορφή αίλουρου, αιλουροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴλουρος + -μορφος < μορφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… …   Dictionary of Greek

  • αιλουροπρόσωπος — αἰλουροπρόσωπος, ον (Α) αιλουρόμορφος, αυτός που έχει πρόσωπο αίλουρου …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”